Dictionary of Greek. 2013.
σμυριγλάς — ο σμυριδεργάτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σμιριγλάς — ο, Ν βλ. σμυριγλάς … Dictionary of Greek